χρηστικῶς
French (Bailly abrégé)
adv.
utilement, commodément;
Cp. χρηστικώτερον.
Étymologie: χρηστικός.
Russian (Dvoretsky)
χρηστικῶς: с пользой, на пользу (πρός τινα Plut.).
adv.
utilement, commodément;
Cp. χρηστικώτερον.
Étymologie: χρηστικός.
χρηστικῶς: с пользой, на пользу (πρός τινα Plut.).