χρηστικός
Ἐρωτώμενος διὰ τί ὀλίγους ἔχει μαθητάς, ἔφη ὅτι ἀργυρέᾳ αὐτοὺς ἐκβάλλω ῥάβδῳ → When asked why he had so few pupils, he replied ‘I chase them away with a silver stick (Diogenes Laertius 6.4.5, on the philosopher Antisthenes)
English (LSJ)
χρηστική, χρηστικόν, (χράομαι) of persons,
A knowing how to use, understanding the use of a thing, τῶν ὑπαρχόντων Arist.Oec.1344b26; δεσποτικὴ ἐπιστήμη ἡ χ. δούλων Id.Pol.1255b31: abs., δύναμις χ., opp. ὑπηρετική, Procl. in Prm.p.735 S.: also c. dat. (like the Verb), M.Ant.7.55.
2 of things, useful, serviceable, σώματος ἕξις Plu. Cat.Ma.1: Sup., μέλι χρηστικώτατον Id.2.32e. Adv. χρηστικῶς ib.80b: Comp. χρηστικώτερον Arr.Epict.2.9.19.
German (Pape)
[Seite 1376] 1) zum Gebrauche gehörig, bestimmt, geeignet, brauchbar, nützlich, dienlich, Sp. – 2) akt., der wovon Gebrauch zu machen weiß; Etwas anzuwenden, zu benutzen weiß; τινός, Arist. pol. 1, 7; auch c. dat. der Sache, M. Ant. 7, 55; adv. χρηστικῶς.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 utile, usuel;
2 habile à se servir de, gén., postér. dat.;
Sp. χρηστικώτατος.
Étymologie: χράομαι.
Russian (Dvoretsky)
χρηστικός:
1 умеющий пользоваться, пользующийся (τινος Arst., Plut.);
2 годный, хороший, отличный (μέλι, τοῦ σώματος ἕξις Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
χρηστικός: -ή, -όν, (χράομαι) ἐπὶ προσώπων, ὁ γινώσκων πῶς νὰ μεταχειρίζηταί τι, ἐννοῶν τὴν χρῆσιν πράγματός τινος, τινος Ἀριστ. Οἰκ. 1. 6, 1· οὕτω, δεσποτικὴ ἐπιστήμη ἡ χρ. δούλων ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 1. 7, 4· παρὰ μεταγεν. ὡσαύτως τινι (ὡς τὸ ῥῆμα) Μ. Ἀντων. 7. 55. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ὠφέλιμος, χρήσιμος, πρὸς χρῆσιν κατάλληλος, σώματος ἕξις Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 1· - ὑπερθ. μέλι χρηστικώτατον ὁ αὐτ. 2. 32Ε. - Ἐπίρρ. -κῶς, αὐτόθι 80Β· - συγκρ. -ώτερον Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 9, 19. 2) = χρηστήριος Ι, Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 143D.
Greek Monolingual
-ή, -ό / χρηστικός, -ή, -όν, ΝΑ χρηστός
(για πράγμ.) αυτός που προορίζεται ή είναι κατάλληλος για χρήση, χρήσιμος
νεοελλ.
αυτός που μπορεί να χρησιμοποιηθεί με ευχέρεια, εύχρηστος («χρηστική εγκυκλοπαίδεια»)
αρχ.
1. αυτός που καταλαβαίνει την χρήση ενός πράγματος
2. προφητικός.
επίρρ...
χρηστικώς / χρηστικῶς, ΝΑ, και χρηστικά Ν
με χρηστικό τρόπο.
Greek Monotonic
χρηστικός: -ή, -όν (χράομαι)·
1. αυτός που γνωρίζει πως να χρησιμοποιήσει κάτι, αυτός που καταλαβαίνει πως να χρησιμοποιήσει κάτι, με γεν., σε Αριστ.
2. λέγεται για πράγματα, χρήσιμος, ωφέλιμος, σε Πλούτ.
Middle Liddell
χρηστικός, ή, όν χράομαι
1. knowing how to use, understanding the use of a thing, c. gen., Arist.
2. of things, useful, serviceable, Plut.