διακωλυτέον

Revision as of 06:32, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

   A one must prevent, Pl.R.401b, Agath.2.6.

Greek (Liddell-Scott)

διακωλῡτέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ἐμποδίσῃ, Πλάτ. Πολ. 401Β.

Spanish (DGE)

hay que impedir Pl.R.401b, Agath.2.6.3.

Greek Monotonic

διακωλῡτέον: ρημ. επίθ., πρέπει κάποιος να παρεμποδίσει, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διακωλυτέον, adj. verb. van διακωλυω, men moet verhinderen.