κακοπραγέω

Revision as of 06:44, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

   A fare ill, fail in an enterprise, Th.4.55; to be in ill plight, Id.2.43; κ. ἀναξίως Arist.Rh.1386b26, cf. Aphth.Prog.1, al.: in physical sense, ἥπατος ἢ γαστρὸς κακοπραγούντων Gal.10.789, al.

German (Pape)

[Seite 1302] in seinen Unternehmungen Unglück haben, übh. unglücklich sein, Thuc. 2, 43. 4, 55 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être malheureux.
Étymologie: κακός, πράσσω.

Greek Monotonic

κᾰκοπρᾱγέω: μέλ. -ήσω (πρᾶγος), είμαι άτυχος, αποτυγχάνω σε μία προσπάθεια, δυστυχώ, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκοπρᾱγέω: терпеть неудачи, быть несчастливым (в своих делах) Arst.: οἰ κακοπραγοῦντες Thuc. несчастные, обездоленные.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακοπραγέω [κακός, πράττω] er slecht voor staan, ongelukkig zijn.