Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before
(AM δυστυχῶ (-έω)
είμαι άτυχος, δυστυχισμένος
νεοελλ.
βρίσκομαι σε οικονομική εξαθλίωση
(αρχ. μσν.) έχω το δυστύχημα να έχω («τὴν λίμνην ἀντιμέτωπον δυστυχήσαντες»)
αρχ.
1. παθ. καταντώ δυστυχής
2. (με εμπρόθ. προσδ.) υφίσταμαι ατυχία («δυστυχῆ παίδων πέρι», Ευρ.).