κατοίκτισις

Revision as of 07:04, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A compassion, ἡ πρὸς αὑτὴν κ. X.Cyr.6.1.47.

German (Pape)

[Seite 1403] ἡ, das Bemitleiden, Mitleidbezeugen, Xen. Cyr. 6, 1, 47.

Greek (Liddell-Scott)

κατοίκτῐσις: -εως, ἡ, συμπάθεια, οἰκτιρμός, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 47.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
pitié, compassion.
Étymologie: κατοικτίζω.

Greek Monolingual

κατοίκτισις, -ίσεως, ἡ (Α) κατοικτίζω
οίκτος, ευσπλαγχνία, συμπόνοια.

Greek Monotonic

κατοίκτῐσις: -εως, ἡ, συμπόνοια, συμπάθεια, οικτιρμός, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

κατοίκτῐσις: εως ἡ сострадание, сожаление, жалость Xen.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατοίκτισις -εως, ἡ [κατοικτίζω] medelijden.