κατασιλλαίνω

Revision as of 07:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

   A mock at, Hp.Praec.8.

German (Pape)

[Seite 1377] verspotten, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

κατασιλλαίνω: ἐμπαίζω, περιγελῶ, Ἱππ. 27. 41.

Greek Monolingual

κατασιλλαίνω (Α)
εμπαίζω, κοροϊδεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + σιλλαίνω «εμπαίζω» (< σίλλος «σατυρικό ποίημα»)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-σιλλαίνω bespotten.