πατροδώρητος

Revision as of 07:44, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

ον,

   A given by a father, Luc. Trag.268.

German (Pape)

[Seite 536] vom Vater geschenkt, gegeben, Luc. Tragodop. 268.

Greek (Liddell-Scott)

πατροδώρητος: -ον, ὁ ὑπὸ πατρὸς δωρηθείς, Λουκ. Τραγῳδοποδ. 267.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
donné en présent par le père.
Étymologie: πατήρ, δωρέω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που δωρήθηκε από τον πατέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -δώρητος (< δωρῶ), πρβλ. θεο-δώρητος].

Russian (Dvoretsky)

πατροδώρητος: дарованный отцом Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πατροδώρητος -ον [πατήρ, δωρέω] door vader gegeven.