πολυπρηγμονέω

Revision as of 08:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

Ion. for πολυπραγμονέω.

German (Pape)

[Seite 670] ion. = πολυπραγμονέω.

Greek (Liddell-Scott)

πολυπρηγμονέω: Ἰων. ἀντὶ πολυπραγμονέω.

French (Bailly abrégé)

ion. c. πολυπραγμονέω.

Greek Monotonic

πολυπρηγμονέω: Ιων. αντί πολυπραγμονέω.

Russian (Dvoretsky)

πολυπρηγμονέω: ион. = πολυπραγμονέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυπρηγμονέω Ion. voor πολυπραγμονέω.