προαφικνέομαι

Revision as of 08:12, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

   A arrive first, Th.4.2, 8.100, J.AJ2.7.4.

German (Pape)

[Seite 709] (s. ἱκνέομαι), vorher ankommen, Thuc. 4, 2.

Greek (Liddell-Scott)

προαφικνέομαι: ἀποθετ., ἀφικνοῦμαι, φθάνω πρῶτος, Θουκ. 4. 2., 8. 100.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
parvenir auparavant.
Étymologie: πρό, ἀφικνέομαι.

Greek Monotonic

προαφικνέομαι: μέλ. -ίξομαι, αποθ., φτάνω πρώτος, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

προᾰφικνέομαι: раньше или уже приходить (ἤδη προαφῖκτο ἐς Σικελίαν Thuc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-αφικνέομαι eerder aankomen.