προαφικνέομαι
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
English (LSJ)
arrive first, Th.4.2, 8.100, J.AJ2.7.4.
German (Pape)
[Seite 709] (s. ἱκνέομαι), vorher ankommen, Thuc. 4, 2.
French (Bailly abrégé)
προαφικνοῦμαι;
parvenir auparavant.
Étymologie: πρό, ἀφικνέομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-αφικνέομαι eerder aankomen.
Russian (Dvoretsky)
προᾰφικνέομαι: раньше или уже приходить (ἤδη προαφῖκτο ἐς Σικελίαν Thuc.).
Greek Monotonic
προαφικνέομαι: μέλ. -ίξομαι, αποθ., φτάνω πρώτος, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
προαφικνέομαι: ἀποθετ., ἀφικνοῦμαι, φθάνω πρῶτος, Θουκ. 4. 2., 8. 100.