πρωτόρριζος

Revision as of 08:36, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

ον,

   A being the first root or origin, Luc.Am.19.

Greek (Liddell-Scott)

πρωτόρριζος: -ον, ὁ ὢν ἡ πρώτη ῥίζαἀρχή, τὴν προμήτορα καὶ πάσης γενέσεως πρωτόρριζον (φύσιν) μάρτυρα ἐπικαλοῦμαι Λουκ. Ἔρωτ. 19.

Greek Monolingual

-ον, Α
πρωτότυπος, αρχέγονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -ρριζος (< ῥίζα), πρβλ. πολύ-ρριζος].

Russian (Dvoretsky)

πρωτόρριζος: являющийся корнем, т. е. первопричиной, началом (πάσης γενέσεως Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρωτόρριζος -ον [πρῶτος, ῥίζα] de eerste oorzaak zijnd: subst.. τὴν... πάσης γενέσεως πρωτόρριζον degene die de eerste oorzaak is van elke geboorte (nl. de Natuur) [Luc.] 49.19.