σεσαρώς
From LSJ
ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → sexual intercourse for the purpose of bearing children
Greek (Liddell-Scott)
σεσᾱρώς: Δωρ. ἀντὶ σεσηρώς, Ἐπικ. θηλ. σεσᾰρυῖα (ὡς τὸ ἀρᾰρυῖα).
Greek Monotonic
σεσᾱρώς: Δωρ. αντί σεσηρώ, Επικ. θηλ. σεσᾰρυῖα.
Russian (Dvoretsky)
σεσᾱρώς: дор. = σεσηρώς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σεσαρώς ptc. perf. van\n σέσηρα.