σεσαρώς

From LSJ
Revision as of 08:36, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Greek (Liddell-Scott)

σεσᾱρώς: Δωρ. ἀντὶ σεσηρώς, Ἐπικ. θηλ. σεσᾰρυῖα (ὡς τὸ ἀρᾰρυῖα).

Greek Monotonic

σεσᾱρώς: Δωρ. αντί σεσηρώ, Επικ. θηλ. σεσᾰρυῖα.

Russian (Dvoretsky)

σεσᾱρώς: дор. = σεσηρώς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σεσαρώς ptc. perf. van\n σέσηρα.