σκοτοδινιάω

Revision as of 08:44, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

   A suffer from dizziness or vertigo, Ar.Ach.1219, Pl.Tht. 155c, Lg.663b, etc.

German (Pape)

[Seite 905] = σκοτοδινέω; Ar. Ach. 1179; Plat. Theaet. 153 c Legg. II, 663 b; Ath. V, 187 e; Lob. Phryn. p. 82.

Greek (Liddell-Scott)

σκοτοδῑνιάω: πάσχω ἐκ σκοτοδινίας, «ζαλίζομαι», Ἀριστοφ. Ἀχ. 1219, Πλάτ. Θεαίτ. 155C, Νόμ. 663Β, κτλ.· - περὶ τοῦ τύπου ἴδε Λοβ. εἰς Φρύνιχ. 82· «σκοτοῦται» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
c. σκοτοδινέω.

Greek Monotonic

σκοτοδινιάω: (δίνη), μόνο σε ενεστ., υποφέρω από ζάλη ή ίλιγγο, ζαλίζομαι, χάνω το φως μου, σε Αριστοφ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

σκοτοδῑνιάω: Arph., Plat. = σκοτοδινέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκοτοδῑνιάω [σκοτοδινία] aor. ἐσκοτοδινίασα, duizelig worden, zwart voor de ogen worden:. εἰλιγγιῶ... καὶ σκοτοδινιῶ het duizelt me en wordt me zwart voor de ogen Aristoph. Ach. 1219.