δίνη

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῑ́νη Medium diacritics: δίνη Low diacritics: δίνη Capitals: ΔΙΝΗ
Transliteration A: dínē Transliteration B: dinē Transliteration C: dini Beta Code: di/nh

English (LSJ)

ἡ,
A whirlpool, eddy, Il.21.213, A.Eu.559, E.Tr.210, Pl.Cra.439c, etc.: pl., Il. 21.353, Hes.Th.791, Hdt.2.28, etc.; ἐπὶ Κυανέας δ. CIG3797 (Chalcedon): generally, of the sea, Τυρσηνὶς δ. AP9.308 (Bianor).
2 of the rotating heaven, Emp.35.4; αἰθέρος δῖναι Id.115.11, cf. Pl.Phd. 99b, Arist.Cael.295a13, Ph.196a26.
3 whirlwind, Ar.Av.697; δῖναι νεφέλας E.Alc.244 (lyr.).
4 generally, circular motion, rotation, Ar.Av.1198; ἀτράκτου Pl.R. 620e, cf. Epicur.Ep.2p.40U., al.
5 metaph., ἀνάγκης στερραῖς δ. A.Pr.1052 (anap.); τελεσφόροις δίναις κυκλούμενον κέαρ Id.Ag.997 (lyr.).

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
• Alolema(s): dór. δίνα A.Eu.559, E.Tr.210, Theoc.1.140, Call.Del.135, 149; eol. δίννα Hdn.Gr.2.478; δῖνα Epicur.Ep.[3] 113, Polycharm.1, Olymp.Iob 13.10-12 • Grafía: graf. δείνη Hsch.
• Prosodia: [-ῑ-]
I 1 remolino de agua, gener. de los ríos Il.21.11, 213, 353, Od.6.116, Hes.Th.791, Hdt.2.28, epigr. en Str.10.3.2, Ach.Tat.1.18.2, Hsch.l.c., del mar θαλάσσιαι δίναι Simon.76.4, ἐπὶ Κυανέας δίνας δρόμος IKalchedon 14 (I a.C.), Τυρσηνὶς ... δ. AP 9.308 (Bianor)
corriente, agua fluvial δίναν Εὐρώτα E.l.c., del Peneo, Call.Del.135, 149, cf. Lau.Pall.20, Theoc.1.140
hoya, balsa ἡ δῖνα ἐπὶ τῆς ἀμάθου Polycharm.l.c.
2 remolino, torbellino de viento εἰκὼς ἀνεμώκεσι δίναις de Eros, Ar.Au.697, cf. 1198, οὐράνιαι δίναι νεφέλας δρομαίου E.Alc.245, τοῦ πνεύματος Arist.Mete.370b22, cf. LXX Ib.37.9, Arr.Phys.3 (p.188.9).
3 torbellino cósmico αἰθέρος δῖναι Emp.B 115.11, del cielo βένθος δίνης Emp.B 35.4, de los astros, Democr.B 5.1, δίνην περιτιθεὶς τῇ γῇ = poniendo un torbellino alrededor de la tierra Pl.Phd.99b, ἀπὸ ταὐτομάτου ... γενέσθαι τὴν δίνην καὶ τὴν κίνησιν = por azar se produce el torbellino y el movimiento Arist.Ph.196a26, cf. Cael.295a13, Posidon.131a.28.
II movimiento circular, rotación ἡ τοῦ ἀτράκτου δίνη = la rotación del huso Pl.R.620e, κατὰ τὴν τοῦ ὅλου οὐρανοῦ δίνην Epicur.Ep.[3] 92, cf. 93, 113, οὔσης δὲ οἷον δίνης τινὸς τῆς φορᾶς ref. al vértigo, Thphr.Vert.1, de la luna, Plu.2.938f, de los astros, Luc.Astr.29, Orph.H.7.4, del sol θοῇσιν ἑλισσόμενος περὶ δίνῃς Q.S.1.118
giro del dios Urano que avanza vertiginosamente, Orph.H.4.4, de Deméter en torno a su trono, Orph.H.40.15.
III fig.
1 vorágine, aflicción <ἐν> μέσᾳ δυσπαλεῖ ... δίνᾳ = (hundido) en el centro de la irresistible vorágine, e.e. en la desgracia A.l.c., ἀνάγκης στερραῖς δίναις A.Pr.1051
vértigo σκότου καὶ δίνης πληροῦται τὴν ὄψιν καὶ τὴν ψυχὴν ἐκ τοῦ θάμβους Gr.Naz.M.36.564A.
2 agitación, confusión del mov. del corazón agitado por los sentimientos, A.A.997, εἴς τινα δίνην ἐμπεσόντες producida por los nombres, Pl.Cra.439c, cf. Olymp.Iob l.c.
• Etimología: La ῑ parece proceder de *-iH3-, cf. δίζημαι, δίεμαι; la inicial vendría de *g- si se rel. c. mic. qe-qi-no-me-no, qe-qi-no-to y cf. βινέω.

German (Pape)

[Seite 631] ἡ (vgl. δίω), das Herumdrehen im Kreise, der Wirbel, bes. Wasserstrudel, gew. im plur.; bei Homer siebenmal, von Flüssen: Odyss. 6, 116 βαθείῃ δίνῃ; Iliad. 21, 213 βαθέης δίνης; vs. 239 δίνῃσι βαθείῃσιν μεγάλῃσιν; ohne adject. δίνῃσι vs. 132; δίνας vs. 11. 353; δίνης vs. 246. Daß das Wort im 21. Buche der Ilias sechsmal erscheint, sonst aber in der Ilias nicht, ist lediglich Zufall, wie z. B. Iliad. 14, 434 ἐυρρεῖος ποταμοῖο, Ξάνθου δινήεντος beweis't, s. δινήεις, ἀργυροδίνης, βαθυδίνης. – Hes. Th. 791; Eur. Or. 1310 u. öfter; im sing. Troad. 210, wie Aesch. Eum. 529; Plat. Crat. 439 c; Τυρσηνίς, das Meer selbst, Bian. 8 (IX, 308); übh. = Umschwung; ἀτράκτου δίνη Plat. Rep. X, 620 e; ἀνεμώκης Ar. Av. 697; οὐράνιαι Eur. Alc. 244, vom Wirbelwinde; übertr., ἀνάγκης στεῤῥαὶ δ. Aesch. Prom. 1054; vgl. Ag. 969.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
I. tourbillon :
1 tourbillon d'eau;
2 tourbillon de vent ; fig. tourbillon (du destin, du malheur);
II. tournoiement, mouvement de rotation.
Étymologie: R. Διν, tourner.

Russian (Dvoretsky)

δίνη: дор. δίνα (ῑ) ἡ
1 кружение, вращение (ἀνεμώκεις δῖναι Arph.; ἀτράκτου Plat.; πνεύματος Arst.): ἀνάγκης στερραὶ δῖναι Aesch. жестокие превратности судьбы;
2 преимущ. pl. водоворот, пучина Hom., Hes., Her., Eur., Plat., Arst.;
3 вихрь, смерч Eur., Plat., Plut.: τελεσφόροις δύναις κυκλούμενον κέαρ Aesch. сердце, волнуемое роковыми предчувствиями.

Greek (Liddell-Scott)

δίνη: [ῑ], ἡ, κυκλικὴ περιστροφή, στρόβιλος, ὑδατοστρόβιλος, Λατ. vortex, καθ’ ἑνικ., Ἰλ. Φ. 213, Αἰσχύλ. Εὐμ. 559, κτλ.· κατὰ πληθ., Ἰλ. Φ. 353, Ἡσ. Θ. 791, Ἡρόδ. 2. 28, κτλ.· ἐπὶ Κυανέας δ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3797· -δίνη ὠνομάσθη ὑπὸ τοῦ Ἐμπεδοκλέους ἡ τοῦ οὐρανοῦ περιστροφή, ἥτις ὑπετίθετο ὅτι διετήρει τὴν γῆν εἰς τὴν θέσιν αὐτῆς, Πλάτ. Φαίδ. 99Β, Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 13, 20 κἑξ.· πρβλ. δῖνος καὶ ἴδε Grote Πλάτ. 1. 42. 2) ἀνεμοστρόβιλος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 697· δῖναι νεφέλας Εὐρ. Ἀλκ. 244. 3) καθόλου, περιδίνησις, περιστροφὴ κυκλική, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1198· ἀτράκτου Πλάτ. Πολ. 620Ε. 4) μεταφ., ἀνάγκης στερραῖς δ. Αἰσχύλ. Πρ. 1052· δίναις κυκλούμενον κέαρ ὁ αὐτ. Ἀγ. 997.

English (Autenrieth)

eddy, of a river, Φ.

Greek Monolingual

η (AM δίνη)
1. περιστροφική κίνηση νερού ή ανέμου, στρόβιλος, ρούφουλας
2. βάσανα, κακοπάθεια, αναστάτωση («η δίνη του πολέμου»)
νεοελλ.
1. η ανατάραξη της θάλασσας που οφείλεται στη συνάντηση αντίθετων ρευμάτων ή στη λειτουργία έλικα πλοίου, το μάτι της θάλασσας, η ρουφήχτρα
αρχ.
1. ανεμοστρόβιλος
2. γρήγορη περιστροφή, στροβιλισμός
3. (κατά τον Εμπεδοκλή) η περιστροφή του ουρανού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχικό θ., που απαντά στους εκφραστικούς τύπους δίνη, δίνος, δινώ, είναι δί- παρεκτεταμένο με -ν- (πρβλ. και κλίνω, κλίνη). Ο ρηματικός τ. δινώ, όπως άλλωστε πιστοποιούν οι ποικίλοι τύποι του ενεστωτικού θέματος (πρβλ. δίνω, δίννω, δινάζω και το Ομηρικό παράλληλο δινεύω), δεν είναι μετονοματικό παράγωγο αλλά έρρινος ενεστώτας παρεκτεταμένος με -ω- (πρβλ. δῑ-νέF-ω: κῑνέF-ω, κ--νυ-μαι). Η άποψη ότι το θ. δῖ- συνδέεται με το δίεμαι είναι μάλλον αβάσιμη τόσο μορφολογικά όσο και σημασιολογικά.
ΣΥΝΘ. αρχ. αιθεροδινής, αλιδινής, αλμυροδινής, αργυροδίνης, βαθυδίνης, βραδυδινής, εριδινής, ευδινής, ευρυδίνης, ηεροδίνης, καλλιδίνης, μελανδίνης, περιδινής, ποικιλοδίνης, πολυδινής, πορφυροδίνης, πυριδίνης, ταχυδινής, φρενοδινής.

Greek Monotonic

δίνη: [ῑ], ἡ,
1. κυκλική περιστροφή, στρόβιλος, υδατοστρόβιλος, Λατ. vortex, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
2. ανεμοστρόβιλος, σε Αριστοφ.
3. γενικά, περιστροφή, στροβιλισμός, περιδίνηση, στον ίδ., σε Πλάτ.· μεταφ., ἀνάγκης δίναι, σε Αισχύλ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: whirlpool, eddy (Il.)
Dialectal forms: Myc. qe-qi-no-to /gʷegʷinotos/, qe-qi-no-me-no /gʷegʷinomenos/
Compounds: βαθυδίνης (Il.)
Derivatives: δινήεις, Dor. δινάεις, Aeol. διννάεις (Alc.) whirling (Il.); δῖνος m. id., also round vessel (Ion.-Att. etc.) with δινώδης eddying (D. C.) and δινωτός with δ., rounded, covered with circles (Hom.; δινόω only Eust.). - δινέω, aor. δινῆσαι etc., also δινεύω, (δίννηντες ptc. pl. Sapph. 1, 11; cf. below) tr. turn around, itr. id. (Il.) with δίνησις (Arist.), δίνημα (Man.), δίνευμα (conj. in Ar. Th. 122 and X. Eq. 3, 11; Orph.); - rare δινέμεν (Hes. Op. 598), δινομένην (Call.), ἀπο-δινωντι subj. thresh (Tab. Heracl.; uncertain; change to ἀποδιδῶντι?); Aeol. δίννω (Hdn.; Διννομένης Alc.), δινάζω (Artem. ap. Ath.). Perh. Δινών month name (when the corn is threshed).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Perhaps an old nasal present *δι-ν-έϜ-ω (cf. *κι-ν-έϜ-ω, κί-νυ-μαι) of which the nasal was generalized (cf. κλίνη: κλίνω). Aeol. δίνν- as in ξέννος (Schwyzer 228). Initial δι- has been compared with δίεμαι (s. v.), which Chantr. finds evident "ni pour la forme, ni pour le sens." - The Myc. forms would show an initial labiovelar, from which one would expect rather a labial. Could the form be Pre-Greek? (note that the word has in fact no etymology). Heubeck separates the Myc. forms (Cambridge Coll. Myc. Stud. 229-237).

Middle Liddell

δῑ́νη, ἡ, n
1. a whirlpool, eddy, Lat. vortex, Il., etc.
2. a whirlwind, Ar.
3. generally, a whirling, rotation, Ar., Plat.: metaph., ἀνάγκης δίναι Aesch.

Frisk Etymology German

δίνη: {dí̄nē}
Grammar: f.
Meaning: Wirbel, Strudel (seit Il.)
Derivative: mit δινήεις, dor. δινάεις, äol. διννάεις (Alk.) wirbelnd, strudelreich (poet. seit Il.); δῖνος m. ib., auch rundes Gefäß, runde Tenne (ion. att. usw.) mit δινώδης strudelreich (D. C., Plu.) und δινωτός ‘mit δ. versehen, gerundet, gedrechselt’ (Hom. u. a.; δινόω nur Eust.). — Neben δίνη, δῖνος steht ein primäres δινέω, Aor. δινῆσαι usw., auch δινεύω, (δίννηντες Ptz. pl. Sapph. 1, 11; vgl. unten) tr. herumwirbeln, itr. sich im Kreise herumdrehen (vorw. poet. seit Il.) mit den Nomina δίνησις (Arist. u. a.), δίνημα (Man.), δίνευμα (coni. in Ar. Th. 122 und X. Eq. 3, 11; Orph.); — vereinzelt δινέμεν (Hes. Op. 598), δινομένην (Kall.), ἀποδινωντι Konj. dreschen (Tab. Heracl.; unsicher; in ἀποδιδῶντι zu ändern?); äol. δίννω (Hdn.; Διννομένης Alk.), δινάζω (Artem. ap. Ath.).
Etymology: Wenn man, was gewiß möglich ist, ein altes Nasalpräsens *δινέϝω (vgl. *κι-νέϝω, κί̄-νυμαι und Schwyzer 696) ansetzt, ist der Nasal nicht nur in die übrigen Verbformen, sondern auch in die Nomina δίνη, δῖνος (vgl. κλίνη: κλίνω) eingedrungen. Äol. δίνν- ist wie ξέννος u. a. (Schwyzer 228) zu beurteilen. Das bei dieser Zerlegung übrigbleibende δι- läßt sich in δίεμαι (s. d.) wiederfinden. — Die auf den Pylostafeln gelesenen qe-qi-no-to, qe-qi-no-me-no (Bennett The Pylos Tablets 1955, Ta 642, 3; 707, 2 usw.) hat Ventris Eranos 53, 108 mit δινωτός verglichen; ein labiovelarer Ursprung des δ- dieser gesamten Wortgruppe (vgl. βίος usw., dazu Schwyzer 300) wäre indessen seltsam.
Page 1,395-396

English (Woodhouse)

eddy

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

ἡ καί δῖνος, ὁ (=στροβιλισμός νεροῦ, ἀνεμοστρόβιλος). Ἀπό ρίζα δι- τοῦ δίω (=φεύγω γρήγορα).
Παράγωγα: δινεύω (=περιστρέφω), δίνευμα, δινήεις (=στροβιλώδης), δίνησις, περιδίνησις, δίνω, δινητός, σκοτοδινία.

Translations

whirlwind

Albanian: shakullinë; Arabic: زَوْبَعَة‎; Armenian: մրրիկ; Azerbaijani: qasırğa, burağan, burulğan; Bashkir: ҡойон; Belarusian: ві́хур, ві́хура; Breton: avel-dro; Bulgarian: вихър, вихрушка; Burmese: လေကတော့, လေပွေ, ရေကတော့; Catalan: terbolí; Chinese Dungan: щүанфыр; Mandarin: 旋風/旋风; Chukchi: янрайгын; Czech: smršť; Danish: hvirvelvind; Dutch: windhoos, wervelwind; Esperanto: ciklono; Estonian: tuulispask; Finnish: pyörremyrsky, pyörretuuli; French: cyclone; Galician: remuíño, voraxen, refolión, refolada; Georgian: გრიგალი, ქარიშხალი; German: Wirbelwind, Wirbelsturm; Greek: ανεμοστρόβιλος; Ancient Greek: ἄελλα, ἀέλλη, ἀνακαμψίπνοος ἄνεμος, ἀνεμοστρόβιλος, ἀνεμόσυρις, αὔελλα, δίνη, ἐριώλη, θύελλα, καταιγίς, λαιλαπετός, λαῖλαψ, λάλαβις, πρηστήρ, στρόβιλος, στρόβος, στρόμβος, τροχός, τυφώς, Τυφώς, χεῖμα; Greenlandic: anoraarsuaq; Hindi: बवंडर, चक्रवात; Hungarian: forgószél; Ido: aerovortico; Irish: cuaifeach; Italian: turbine; Japanese: 旋風; Kazakh: құйын; Khmer: កំបុតត្បូង; Korean: 선풍; Kyrgyz: куюн; Lao: ຫົວກຸດ, ຈັກກະວາດ; Latin: turbo; Latvian: viesulis; Lithuanian: viesulas; Macedonian: виор; Maori: tūkauati, āwhiowhio, ānewa o te rangi, urupuhau; Mongolian: хуй; Navajo: náátsʼóʼoołdísii; Norwegian Bokmål: virvelvind; Nynorsk: virvelvind, kvervelvind; Old English: þoden; Oromo: bubbee; Ottoman Turkish: بوراغان‎; Persian: گردباد‎; Punjabi: ਵਾਵਰੋਲਾ; Plautdietsch: Wirbelstorm; Polish: trąba powietrzna; Portuguese: turbilhão; Russian: вихрь, смерч; Scottish Gaelic: ioma-ghaoth; Serbo-Croatian Cyrillic: ви̏хор; Roman: vȉhor; Slovak: víchrica; Slovene: vihar; Spanish: torbellino; Swedish: virvelvind; Tagalog: buhawi, ipu-ipo; Tajik: гирдбод; Tatar: коен; Telugu: సుడిగాలి; Thai: ลมวน, พายุหมุน, บ้าหมู; Turkish: burağan, kasırga; Ukrainian: вихор; Uyghur: قۇيۇن‎; Uzbek: uyurma, quyun; Vietnamese: gió lốc, lốc; Welsh: troellwynt, awel dro, corwynt, trowynt

confusion

Arabic: اِلْتِبَاس‎; Hijazi Arabic: لخبطة‎, حوسة‎, خربطة‎; Armenian: շփոթ; Assamese: খেলিমেলি, আউল; Bulgarian: объ́ркване, бъркотия; Catalan: confusió; Chinese Mandarin: 混亂/混乱; Czech: zmatek; Danish: forvirring, forvirrelse; Dutch: verwarring, war; Esperanto: konfuzo; Finnish: sekaannus, epäselvyys, hämmennys; French: confusion, désordre; German: Verwirrung, Durcheinander, Konfusion, Verwechslung; Greek: σύγχυση, μπέρδεμα; Ancient Greek: ἀδιαληψία, ἀκαταστασία, ἀκοσμία, ἀκρισία, ἀλαλία, ἀλλοδοξία, ἀλογία, ἀλογίη, ἀνακύκλησις, ἀναστροφή, ἀναφυρμός, ἀνάχυσις, ἀντεμπλοκή, ἄνω ποταμῶν, ἀσάφεια, ἀσυστασία, ἀταξία, ἀταξίη, Βαβέλ, διασκορπισμός, διαστροφή, διατροπή, δίνη, δυσωπία, ἐκβρασμός, ἔκπληξις, ἐξαπόρησις, ἐπάλλαξις, ἐπιπλοκή, ἐπιτάραξις, θόρυβος, καταφθορά, κλόνος, κυκηθμός, ξύγχυσις, ὄμιλλος, ὅμιλος, πολυμιγία, ῥόθος, σύγχυσις, σύμφυρσις, τάραγμα, ταραγμός, τάραξις, ταραχή, τύρβα, τύρβασμα, τύρβη, φυρμός; Hebrew: בִּלְבּוּל‎; Hindi: गड़बड़; Hungarian: zavar, összevisszaság; Icelandic: ruglingur, brengl; Italian: confusione, disordine; Japanese: 混乱; Khmer: ល្បែ; Korean: 혼란(混亂); Ladino: embroyo, dubarina, enredijo, mareo, taburra; Latin: tumultus; Malay: kekeliruan; Maori: matangerengere, kaumingomingo, pōkaikaha; Polish: zamieszanie, chaos; Portuguese: confusão; Romanian: confuzie; Russian: путаница, неразбериха, беспорядок; Slovak: zmätok, chaos; Spanish: confusión; Telugu: తడబాటు; Tocharian B: traike; Ushojo: وار خطئ

rotation

Afrikaans: rotasie; Amharic: ሽክርክር; Arabic: دَوْرَة; Armenian: պտույտ; Belarusian: вярчэнне; Bulgarian: въртене; Chinese Mandarin: 迴轉, 回转, 旋轉, 旋转, 自轉, 自转; Dutch: rotatie; Finnish: pyöriminen; French: rotation; Galician: rotación; German: Rotation; Greek: περιστροφή; Ancient Greek: δίνευμα, δίνη, δίνημα, δίνησις, δῖνος, εἴλησις, ἐπιστροφή, περιαγωγή, περιδίνησις, περιστροφή, περιτροπή, περιφορά, περιχώρησις, στροφή, φορά; Hindi: घूर्णन; Indonesian: putaran, rotasi; Italian: rotazione; Japanese: 回転, 自転; Kazakh: айналу; Korean: 순환(循環); Latin: rotatio; Malay: putaran; Malayalam: തിരിയല്, ഭ്രമണം; Maori: tāwhirowhironga; Old English: ymbhwyrft, wendung; Ottoman Turkish: چرخ; Persian: چَرْخِش; Polish: obracanie; Portuguese: rotação; Russian: вращение; Spanish: rotación; Swedish: rotation; Tagalog: inog; Telugu: భ్రమణం; Thai: การหมุน; Turkish: devir, deveran, dönüş, rotasyon; Ukrainian: обертання, верті́ння