ἐκφλυνδάνω

Revision as of 00:44, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

   A break out, of sores, Hp.Int.13,46 (-φινδάνω f.l. in Gal.19.96).

German (Pape)

[Seite 785] = Folgdm, bes. vom Ausbrechen der Geschwüre, Hippocr., Galen. ἐκφινδάνω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκφλυνδάνω: «ἀνοίγω», «σπάνω», ἐπὶ ἑλκῶν, Ἱππ. 539., 557. 17˙ - ἐξ οὗ πρέπει νὰ διορθωθῇ τὸ ἐν τῷ λεξικῷ Γαλην. (464) ἐκφινθάνει εἰς ἐκφλυνδάνει.

Spanish (DGE)

brotar, salir ἕλκεα ἐκφλυνδάνει ἐκ τῆς ὀσφύος Hp.Int.13, cf. 46 (cód., pero cf. ἐκφύω).

Greek Monolingual

ἐκφλυνδάνω (Α)
ιατρ. (για πληγή) ανοίγω.

Frisk Etymological English

See also: s. φλύω