κερκάς
From LSJ
Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick
Greek (Liddell-Scott)
κερκάς: -άδος, ἡ· «κρὲξ τὸ ὄρνεον» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κερκάς, -άδος, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «κρὲξ τὸ ὄρνεον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το κρέξ].
Frisk Etymological English
Grammatical information: ?
Meaning: κρεξ τὸ ὄρνεον; κερκιθαλίς ἐρῳδιός H.
See also: - S. κρέξ.