κερκάς

From LSJ
Revision as of 01:54, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2)

Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick

Menander, Monostichoi, 184

Greek (Liddell-Scott)

κερκάς: -άδος, ἡ· «κρὲξ τὸ ὄρνεον» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κερκάς, -άδος, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «κρὲξ τὸ ὄρνεον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το κρέξ].

Frisk Etymological English

Grammatical information: ?
Meaning: κρεξ τὸ ὄρνεον; κερκιθαλίς ἐρῳδιός H.
See also: - S. κρέξ.