ματίς
From LSJ
ἀναπηδῶσιν πάντες ἐπ' ἔργον → everyone jumps up from bed to work, everyone jumps up to work
Greek (Liddell-Scott)
ματίς: «μέγας, ἐπὶ τοῦ βασιλέως» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ματίς (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μέγας, ἐπὶ τοῡ βασιλέως».
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αβέβαιης ετυμολ., πιθ. εσφαλμένη. Εκφράζονται αμφιβολίες αν πρόκειται για ελλ. λέξη
τήν συνδέουν με κελτ. τ. (πρβλ. αρχ. ιρλδ. maith «ωραίος», < măti-)].
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: μέγας. τινες ἐπὶ τοῦ βασιλέως H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: By Fick 2, 199 doubting compared with Celtic words for good, e.g. OIr. maith (PCelt. *mati-); see WP. 2, 221. Whether the word is indeed Greek, remains doubtful.