καταρροή
English (LSJ)
ἡ,
A flowing down, defluxion, Aesop.145 Chambry.
Greek (Liddell-Scott)
καταρροή: ἡ πρὸς τὰ κάτω ῥοή, ῥεῦσις, κατ. ποταμοῦ ὀξυτάτη Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 1, 4, Αἰσώπ. Μῦθ. 342.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
cours d’un fleuve.
Étymologie: καταρρέω.
Greek Monolingual
η (Α καταρροή) καταρρέω
νεοελλ.
η φλεγμονή του βλεννογόνου της μύτης, συνάχι
αρχ.
η προς τα κάτω ροή.
Russian (Dvoretsky)
καταρροή: ἡ
1) истечение, стекание Arst.;
2) течение, поток Aesop.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταρροή -ῆς, ἡ [καταρρέω] geneesk. uitscheiding.