συνάχι

From LSJ

ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ → it chanced to be on the first of the month, that day fell on the first of the month

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. κοινή ονομασία του ρινικού κατάρρου
2. φρ. «παίρνω συνάχι» — προσβάλλομαι από κατάρρου
3. (σπάν.) κοινή ονομασία της κυνάγχης
4. παροιμ. φρ. «σαν πεθάνω απ' το συνάχι, φάσκελα να' χει η πανούκλα» — δηλώνει ότι πολλές φορές μπορεί να είναι εξίσου οδυνηρό ένα μικρής φαινομενικά σημασίας κακό ή ατύχημα, όταν οι συνέπειες που επακολουθούν είναι ολέθριες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. συνάγχη () με αλλαγή γένους και σίγηση του έρρινου -γ- (πρβλ. πενθερός: πεθερός, ρογχαλίζω: ρουχαλίζω)].