κάθειρξις

Revision as of 20:38, 5 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' εως ἡ<b class="num">1)" to "''' εως ἡ<br /><b class="num">1)")

English (LSJ)

εως, ἡ, Att. for κάτειρξις,

   A shutting in, confining, Plu.2.366d, Ael.NA15.27, Aristid.Or.48(24).58.

German (Pape)

[Seite 1282] ἡ, das Einschließen, Einsperren; εἰς τὴν σορόν Plut. de Is. et Os. 39; Ael. H. A. 15, 27 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κάθειρξις: -εως, ἡ, Ἀττ. ἀντὶ κάτειρξις, τὸ καθείργειν, περιορίζειν, φυλάκισις, Αἰλ. π. Ζ. 15. 27, Πλούτ. 2. 366D, Ἀριστείδ. 1. 303.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action d’enfermer ou de tenir enfermé.
Étymologie: καθείργνυμι.

Russian (Dvoretsky)

κάθειρξις: εως ἡ
1) запирание, вкладывание, положение (εἰς τὴν σορὸν Ὀσίριδος Plut.);
2) сдерживание (τῶν ἐπιθυμιῶν ὑπὸ λόγου Plut.).