κάθειρξις
Πρᾶττε τὰ σαυτοῦ, μὴ τὰ τῶν ἄλλων φρόνει → Tuas res age; alienas ne curaveris → Tu deine Pflicht, um die der andren sorg' dich nicht
English (LSJ)
-εως, ἡ, Att. for κάτειρξις, shutting in, confining, Plu.2.366d, Ael.NA15.27, Aristid.Or.48(24).58.
German (Pape)
[Seite 1282] ἡ, das Einschließen, Einsperren; εἰς τὴν σορόν Plut. de Is. et Os. 39; Ael. H. A. 15, 27 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action d'enfermer ou action de tenir enfermé.
Étymologie: καθείργνυμι.
Greek (Liddell-Scott)
κάθειρξις: -εως, ἡ, Ἀττ. ἀντὶ κάτειρξις, τὸ καθείργειν, περιορίζειν, φυλάκισις, Αἰλ. π. Ζ. 15. 27, Πλούτ. 2. 366D, Ἀριστείδ. 1. 303.
Russian (Dvoretsky)
κάθειρξις: εως ἡ
1 запирание, вкладывание, положение (εἰς τὴν σορὸν Ὀσίριδος Plut.);
2 сдерживание (τῶν ἐπιθυμιῶν ὑπὸ λόγου Plut.).
Mantoulidis Etymological
(=φυλάκιση). Ἀπό τό καθείργνυμι κατά + εἵργνυμι (=ἐμποδίζω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.