French (Bailly abrégé)
adv.
de manière à suffire par soi-même, suffisamment;
Sp. αὐταρκέστατα.
Étymologie: αὐτάρκης.
Russian (Dvoretsky)
αὐτάρκως:
1) достаточно (ἐκ τῶν εἰρημένων δέδεικται Sext.): αὐ. ἔχειν Arst. = αὐταρκεῖν;
2) в довольстве (αὐταρκέστατα ζῆν Xen.).