Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εὐτραπελεύομαι

From LSJ
Revision as of 19:33, 6 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "˙" to "·")

Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος (Πονηρός ἐστ' ἄνθρωπος πᾶς τις † ἀχάριστος) → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht

Menander, Monostichoi, 456
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐτρᾰπελεύομαι Medium diacritics: εὐτραπελεύομαι Low diacritics: ευτραπελεύομαι Capitals: ΕΥΤΡΑΠΕΛΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: eutrapeleúomai Transliteration B: eutrapeleuomai Transliteration C: eftrapeleyomai Beta Code: eu)trapeleu/omai

English (LSJ)

   A to be witty, ready, Plb.12.16.14, D.S.38/9.7; cj. Dind. for εὐτραπεζευόμενοι, Eust.1053.18.

Greek (Liddell-Scott)

εὐτρᾰπελεύομαι: ἀποθ., εἶμαι εὐτράπελος, ἀστεῖος, εὐφυής, ἤ φέρομαι εὐτραπέλως, ἀστεΐζομαι, εὐφυολογῶ, Πολύβ. 12. 16, 4. Διοδ. Ἐκλογ. 615. 59· οὕτως ὁ Δινδ. (ἀντὶ εὐτραπεζεύομαι) ἐν Εὐστ. 1053. 18.

Greek Monolingual

εὐτραπελεύομαι (Α)
ευτράπελος
είμαι ευτράπελος, είμαι αστείος, αστεΐζομαι, ευφυολογώ.

Russian (Dvoretsky)

εὐτρᾰπελεύομαι: мило шутить, быть очаровательно остроумным Polyb., Diod.