καταχαίνω

From LSJ
Revision as of 19:33, 6 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "˙" to "·")

Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst

Menander, Monostichoi, 286

Greek (Liddell-Scott)

καταχαίνω: μέλλ. -χᾰνοῦμαι, πολὺ χάσκω ἢ μὲ ἀνοικτὸν τὸ στόμα περιγελῶ τινα, τινός· «καταχήνῃ· καταγελάσῃ, μυκτηρίσῃ, ἐξουθενίσῃ» Ἡσύχ.