άκοιλος

From LSJ
Revision as of 13:02, 8 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")

Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt

Menander, Monostichoi, 134

Greek Monolingual

(I)
ἄκοιλος, -ον (Α) κοῑλος
αυτός που δεν είναι κοίλος, κούφιος.
(II)
-η, -ο κοιλιά
αυτός που δεν έχει μεγάλη κοιλιά.