διάνα
From LSJ
Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein
(I)
η
1. εύστοχη βολή
2. εγερτήριο σάλπισμα
3. φρ. «πέτυχες διάνα» — για σωστή πρόβλεψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. diana].
(II)
η
βλ. διάνος.