ἀμφορίσκος

Revision as of 11:45, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

ὁ, Dim. of ἀμφορεύς, D.22.76;

   A ἀ. Πανιώνιος IG2.818.

German (Pape)

[Seite 146] ὁ, kleiner ἀμφορεύς, Dem. 22, 76.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφορίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ ἀμφορεύς, Δημ. 617. 19.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ pequeña ánfora D.22.76, IG 22.1640.19 (IV a.C.), 22.1425.345 (IV a.C.), Hero Stereom.2.23, Poll.10.70.

Greek Monolingual

ἀμφορίσκος, ο (Α) ἀμφορεύς
(υποκοριστικό του ἀμφορεύς) μικρός αμφορέας.

Greek Monotonic

ἀμφορίσκος: ὁ, υποκορ. του ἀμφορεύς, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφορίσκος: ὁ Dem. = ἀμφορείδιον.

Middle Liddell

Dim. of ἀμφορεύς, Dem.