παράφορα
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
παράφορα: «παρατετραμμένα» Ἡσύχ.
(I)
επίρρ. βλ. παράφορος.
(II)
τά, Α
(κατά τον Ησύχ.) «παρατετραμμένα».