δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
(I)η, Νζωολ. ελασματοβράγχιο τών θερμών θαλασσών, με παχύ μανδύα και πλατύ ελασματώδες όστρακο. (II)ἡ, Αβλ. πέρνα.