ἀθυμητέον

Revision as of 12:15, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

   A one must lose heart, X.An.3.2.23; οὐκ ἀ. τοῖς παροῦσι πράγμασιν D.4.2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀθῡμητέον: ῥηματ. ἐπίθ. = πρέπει τις νὰ ἀθυμῇ, Ξεν. Ἀνάβ. 3. 2, 23· τοῖς παροῦσι πράγμασιν οὔτε ἀθ., Δημ. 40, 11.

French (Bailly abrégé)

adj. verb. de ἀθυμέω.

Spanish (DGE)

hay que desanimarse οὐδ' ὣς ἡμῖν γε ἀθυμητέον X.An.3.2.23, οὐκ ἀ. τοῖς παροῦσι πράγμασιν D.4.2.

Greek Monotonic

ἀθῡμητέον: ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει κάποιος να αποθαρρύνει, σε Ξεν.

Middle Liddell

verb. adj. of ἀθυμέω
one must lose heart, Xen.