ξυλισάμενοι ὀλίγα κομμάτια → having gathered a few pieces of wood
SourceFrench (Bailly abrégé)
adv.
1 péniblement;
2 méchamment;
Cp. μοχθηροτέρως.
Étymologie: μοχθηρός.
Russian (Dvoretsky)
μοχθηρῶς:
1) с трудом, мучительно (διακεῖσθαι, ζῆν Plat.);
2) плохо, дурно, неудачно (πολεμεῖν τινι Plut.).