αἱματορρόφος

Revision as of 12:35, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

ον,

   A blood-drinking, A.Eu.193, Archipp.4 D.; τίσις S.Fr.743.

Greek (Liddell-Scott)

αἱματορρόφος: -ον, (ῥοφέω) ὁ ῥοφῶν αἷμα, Αἰσχύλ. Εὐμ. 193, Σοφ. Ἀποσπ. 813.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui avale du sang.
Étymologie: αἷμα, ῥοφέω.

Spanish (DGE)

(αἱμᾰτορρόφος) -ον
que sorbe sangre λέων A.Eu.193, τίσις de las Erinis, S.Fr.743, cf. Archipp.53.

Greek Monotonic

αἱμᾰτορρόφος: -ον (ῥοφέω), αυτός που πίνει αίμα, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

αἱμᾰτορρόφος: лакающий кровь (λέων Aesch.).

Middle Liddell

ῥοφέω
blood-drinking, Aesch.