αἰνόμορος

Revision as of 12:35, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

ον,

   A doomed to a sad end, Il.22.481, Od.9.53, Theoc. 30.1; come to a dreadful end, A. Th.904 (lyr.).    II of terrible doom, ζόφος h.Merc.257; deadly, ὕδρος Q.S.9.395; σμύραιναι Marcell. SId.14.

Greek (Liddell-Scott)

αἰνόμορος: -ον, προωρισμένος εἰς δεινὸν τέλος, Ἰλ. Χ. 481. Ὀδ. Ι. 53: ‒ ἐλθὼν εἰς φοβερὸν τέλος, Αἰσχύλ. Θ. 904.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au funeste destin.
Étymologie: αἰνός, μόρος.

English (Autenrieth)

(μόρος): dire-fated.

Spanish (DGE)

-ον
1 de pers. de terrible destino, Il.22.481, Od.9.53, 24.169, A.Th.904, CEG 94.4 (Atenas V a.C.), ἔκφρονας, αἰνομόρους ἢ νοσεροὺς τελέσει (Selene a los hombres), Man.1.213, αἰνόμοροι μέροπες Orac.Sib.5.455, ψυχαί Orph.H.57.6, Ζαγρεύς Nonn.D.5.565, Σεμέλη Nonn.D.27.56, cf. Suppl.Mag.60.1, SEG 47.1649.2 (Lidia, imper.).
2 funesto, que produce una suerte fatal ζόφος h.Merc.257, νόσημα Theoc.30.1, σμύραινα Marc.Sid.13, ὕδρος Q.S.9.395.

Greek Monotonic

αἰνόμορος: -ον, καταδικασμένος σε άσχημο τέλος, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

αἰνόμορος: злосчастный Hom., Aesch.

Middle Liddell

doomed to a sad end, Hom.