κοιλιοπώλης

Revision as of 14:15, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A tripe-seller, Ar.Eq.200.

German (Pape)

[Seite 1466] ὁ, der Magen od. Magenwurst verkauft, Ar. Equ. 200.

Greek (Liddell-Scott)

κοιλιοπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν κοιλίας («πατσᾶν»), Ἀριστοφ. Ἱππ. 200.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
marchand de tripes.
Étymologie: κοιλία, πωλέω.

Greek Monolingual

κοίλιοπώλης, ὁ (Α)
(κωμ. λ. στον Αριστοφ.) αυτός που πουλά κοιλιές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + -πώλης (< πωλῶ)].

Greek Monotonic

κοιλιοπώλης: -ου, ὁ (πωλέω), αυτός που πουλά πατσά, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοιλιοπώλης -ου, ὁ [κοιλία, πωλέω] pensverkoper, worstverkoper.

Russian (Dvoretsky)

κοιλιοπώλης: ου ὁ торговец потрохами Arph.

Middle Liddell

κοιλιο-πώλης, ου, [from κοιλία πωλέω
a tripe-seller, Ar.