κοιλιοπώλης

From LSJ

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοιλιοπώλης Medium diacritics: κοιλιοπώλης Low diacritics: κοιλιοπώλης Capitals: ΚΟΙΛΙΟΠΩΛΗΣ
Transliteration A: koiliopṓlēs Transliteration B: koiliopōlēs Transliteration C: koiliopolis Beta Code: koiliopw/lhs

English (LSJ)

κοιλιοπώλου, ὁ, tripe-seller, Ar.Eq.200.

German (Pape)

[Seite 1466] ὁ, der Magen od. Magenwurst verkauft, Ar. Equ. 200.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
marchand de tripes.
Étymologie: κοιλία, πωλέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοιλιοπώλης -ου, ὁ [κοιλία, πωλέω] pensverkoper, worstverkoper.

Russian (Dvoretsky)

κοιλιοπώλης: ου ὁ торговец потрохами Arph.

Greek (Liddell-Scott)

κοιλιοπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν κοιλίας («πατσᾶν»), Ἀριστοφ. Ἱππ. 200.

Greek Monolingual

κοίλιοπώλης, ὁ (Α)
(κωμ. λ. στον Αριστοφ.) αυτός που πουλά κοιλιές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + -πώλης (< πωλῶ)].

Greek Monotonic

κοιλιοπώλης: -ου, ὁ (πωλέω), αυτός που πουλά πατσά, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

κοιλιο-πώλης, ου, [from κοιλία πωλέω
a tripe-seller, Ar.