κατανύσσομαι
Greek Monotonic
κατανύσσομαι: αόρ. βʹ -ενύγην [ῠ], Παθ., κεντώ, τσιμπώ σοβαρά (συγκινούμαι, λυπάμαι βαθιά), κατενύγησον τῇ καρδίᾳ, σε Καινή Διαθήκη
II. τελώ, βρίσκομαι σε σύγχυση, ναρκώνομαι, πέφτω σε λήθαργο, LXX.
Middle Liddell
aor2 -ενύγην
I. Pass. to be sorely pricked, κατενύγησαν τῇ καρδίᾳ NTest.
II. to be stupefied, to slumber, Lxx.