τσιμπώ

From LSJ

Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld

Menander, Monostichoi, 209

Greek Monolingual

τζιμπῶ, -άω, ΝΜ
1. συνθλίβω το δέρμα με τα δάχτυλα, ιδίως με τον δείκτη και τον αντίχειρα, προκαλώντας πόνο
2. συνεκδ. τρυπώ, κεντώ (α. «τον τσίμπησε κουνούπι» β. «τον τσίμπησε με μια καρφίτσα»)
νεοελλ.
1. (για πτηνό) α) πιάνω την τροφή με το ράμφος, ραμφίζω («το πουλί τσίμπησε μερικούς σπόρους και πέταξε»)
β) (γενικά) χτυπώ με το ράμφος
2. (για ψάρι) αρπάζω το δόλωμα με το αγκίστρι («το μπαρμπούνι τσιμπάει δύσκολα»)
3. (για πρόσ.) τρώγω πρόχειρα και λίγο («θα τσιμπήσουμε πρώτα κάτι και μετά θα βγούμε έξω»)
4. μτφ. α) αποσπώ μικροποσά από κάποιον
β) συλλαμβάνω («προσπάθησε να ξεφύγει, αλλά τον τσίμπησαν»)
5. μέσ. τσιμπιέμαι
ερωτεύομαι
6. (η μτχ. παθ. παρακμ.) τσιμπημένος, -η, -ο
α) ερωτευμένος («είναι πολύ τσιμπημένος μαζί της»)
β) (για τιμή προϊόντος) ανεβασμένος, υψηλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, το ρ. τσιμπώ έχει προέλθει από τσιμπίζω < ἐξ-εμπίζω (< ἐμπίς, ἐμπίδος «είδος εντόμου, σκνίπα») με τροπή του -ξ- σε -τσ- (πρβλ. τσίγκλα: ξύγγλα). Έχει προταθεί, επίσης, η αναγωγή της λ. στον τ. κίμβιξ «μικρολόγος, τσιγγούνης, λεπτολόγος» ή στο ρ. συμπιέζω.