ἄφαρκτος

Revision as of 20:10, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

ον,

   A v. ἄφρακτος.

Greek (Liddell-Scott)

ἄφαρκτος: -ον, ἴδε ἄφρακτος.

Spanish (DGE)

-ον v. ἄφρακτος.

Greek Monotonic

ἄφαρκτος: = ἄ-φρακτος, σε Τραγ.

Russian (Dvoretsky)

ἄφαρκτος: староатт., v. l. = ἄφρακτος.

Middle Liddell

= ἄφρακτος, Trag.]