ον,
A v. ἄφρακτος.
ἄφαρκτος: -ον, ἴδε ἄφρακτος.
-ον v. ἄφρακτος.
ἄφαρκτος: = ἄ-φρακτος, σε Τραγ.
ἄφαρκτος: староатт., v. l. = ἄφρακτος.
= ἄφρακτος, Trag.]