ἄφαρκτος

English (LSJ)

ἄφαρκτον, v. ἄφρακτος.

Spanish (DGE)

-ον v. ἄφρακτος.

Russian (Dvoretsky)

ἄφαρκτος: староатт., v.l. = ἄφρακτος.

Greek (Liddell-Scott)

ἄφαρκτος: -ον, ἴδε ἄφρακτος.

Greek Monotonic

ἄφαρκτος: = ἄ-φρακτος, σε Τραγ.

Middle Liddell

= ἄφρακτος, Trag.]