θεόφιν
English (LSJ)
Ep. gen. and dat., sg. and pl., of θεός.
Greek (Liddell-Scott)
θεόφιν: Ἐπικ. γεν. καὶ δοτ. ἑνικ. καὶ πληθ. τοῦ θεός.
French (Bailly abrégé)
gén. et dat. pl. épq. de θεός.
Greek Monotonic
θεόφιν: Επικ. γεν. και δοτ. ενικ. και πληθ. του θεός.
Russian (Dvoretsky)
θεόφιν: эп. gen. и dat. sing. и pl. к θεός I.
Middle Liddell
[epic gen. and dat. sg. and pl. of θεός.]