θεόφιν
From LSJ
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
English (LSJ)
Ep. gen. and dat., sg. and pl., of θεός.
French (Bailly abrégé)
gén. et dat. pl. épq. de θεός.
Russian (Dvoretsky)
θεόφιν: эп. gen. и dat. sing. и pl. к θεός I.
Greek (Liddell-Scott)
θεόφιν: Ἐπικ. γεν. καὶ δοτ. ἑνικ. καὶ πληθ. τοῦ θεός.
Greek Monotonic
θεόφιν: Επικ. γεν. και δοτ. ενικ. και πληθ. του θεός.
Middle Liddell
[epic gen. and dat. sg. and pl. of θεός.]