κακόθρους
French (Bailly abrégé)
ους, ουν :
att. c. κακόθροος.
Greek Monolingual
κακόθρους, -ουν και -οος, -οον (Α)
αυτός που ακούγεται ή που μιλά άσχημα, υβριστικός, ονειδιστικός («κακόθρους λόγος», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -θρους (< θροῦς), πρβλ. ηδύ-θρους, πολύ-θρους].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακόθρους -ουν, zonder contr. κακόθροος -οον [κακός, θρέομαι] kwaadsprekend.
Middle Liddell
κᾰκό-θρους, ουν
evil-speaking, slanderous, Soph.