τετράδραχμον: τό, αργυρό νόμισμα τεσσάρων δραχμών, τετράδραχμο, σε Πλούτ.
τετράδραχμον: τό монета в четыре драхмы, четырехдрахмовик Plat., Plut.
τετρά-δραχμον, ου, τό,a coin of four drachms, a tedradrachm, worth about s. 2d., Plut.