τρηχαλέος

Revision as of 02:00, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

η, ον, poet. for τρηχύς, Pancrat.Oxy.1085.11, Marc. SId.27, AP5.291.6 (Agath.), 6.63 (Damoch.), 64 (Paul. Sil.), APl. 4.113 (Jul.).

Greek (Liddell-Scott)

τρηχᾰλέος: -η, -ον, ποιητ. ἀντὶ τρηχύς, τραχύς, Ἀνθ. Π. 5. 292., 6. 63, 64, Πλαν. 113.

Greek Monolingual

-α, -ον, Α
(ποιητ. τ. αντί τρηχύς) τραχύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρηχύς, ιων. τ. του τραχύς + επίθημα -αλέος (πρβλ. λυσσ-αλέος)].

Greek Monotonic

τρηχᾰλέος: -η, -ον, ποιητ. αντί τρηχύς, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

τρηχᾰλέος: Anth. = τρηχύς.

Middle Liddell

τρηχᾰλέος, η, ον, [poetic for τρηχύς, Anth.]