χαυνότης

Revision as of 02:35, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A porousness, sponginess, τῆς γῆς interpol. in X.Oec.19.11; τάφρου Plu.Pyrrh.28; of snow, Id.2.649c; of foam, ib.99b.    2 looseness of a bandage, Gal(?). ap.Orib.46.1.15.    II metaph., empty conceit, vanity, ἀνοήτου ψυχῆς Pl.Tht.175b; opp. μεγαλοψυχία, Arist.EN1107b23.

German (Pape)

[Seite 1341] ητος, ἡ, Schlaffheit, lockeres, loses Wesen; von der Erde Xen. oec. 19, 11; – übertr., Nachlässigkeit, Liederlichkeit, auch Thorheit, Stolz, Aufgeblasenheit; οὐ δυνάμενον χαυνότητα ἀνοήτου ψυχῆς ἀπαλλάττειν Plat. Theaet. 175 b; Arist. eth. 2, 7.

Greek (Liddell-Scott)

χαυνότης: -ητος, ἡ, τὸ πορῶδες, τὸ σπογγῶδες, τῆς γῆς Ξεν. Οἰκ. 19. 11· τάφρου Πλουτ. Πύρρ. 28· ἐπὶ χιόνος, ὁ αὐτ. 2. 649C· ἐπὶ ἀφροῦ, αὐτόθι 99Β. ΙΙ. μεταφορ., κενὴ ἀλαζονεία, ματαιοφροσύνη, ἀνοήτου ψυχῆς Πλάτ. Θεαίτ. 175Β· ἀντίθετον τῷ μεγαλοψυχία, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 2. 7, 7.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
1 défaut de consistance;
2 fig. vanité, vain orgueil.
Étymologie: χαῦνος.

Greek Monotonic

χαυνότης: -ητος, ἡ,
I. πορώδες, σπογγώδες, σε Ξεν., Πλούτ.
II. μεταφ., κενή αλαζονεία, σε Πλάτ., Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

χαυνότης: ητος ἡ
1) рыхлость (τῆς γῆς Xen.; τῆς χιόνος, τοῦ τάφρου Plut.);
2) надменность, кичливость, тщеславие (ἀνοήτου ψυχῆς Plat.; τοῦ Ἀλκιβιάδου Plut.).

Middle Liddell

χαυνότης, ητος, ἡ, [from χαῦνος [from χαυνόω
I. porousness, sponginess, Xen., Plut.
II. metaph. empty vanity, Plat., Arist.