Ναυπλιεύς

From LSJ
Revision as of 04:10, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348

Greek Monolingual

ο (Α Ναυπλιεύς) Ναύπλιον
αυτός που κατάγεται από το Ναύπλιο ή αυτός που κατοικεί στο Ναύπλιο.

Middle Liddell


a Nauplian, Strab. :— Ναύπλιος, or -έιος, η, ον, Eur.