νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck
subs.
Natural products: P. τὰ ἐκ τῆς γῆς φυόμενα, V. γῆς φυτά, τά. Work of labour: P. and V. ἔργον, τό. V. ὄργανον, τό, τέχνημα, τό, τέχνη, ἡ, πόνος, ὁ.
γέννημα, δημιούργημα, ποίημα, σκευοποίημα