product
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English > Greek (Woodhouse)
substantive
natural products: P. τὰ ἐκ τῆς γῆς φυόμενα, V. γῆς φυτά, τά.
work of labour: P. and V. ἔργον, τό. V. ὄργανον, τό, τέχνημα, τό, τέχνη, ἡ, πόνος, ὁ.