ἀτάκτως
French (Bailly abrégé)
adv.
en désordre.
Étymologie: ἄτακτος.
English (Strong)
adverb from ἄτακτος, irregularly (morally): disorderly.
English (Thayer)
adverb, disorderly: ἀτάκτως περιπατεῖν, which is explained by the added καί μή κατά τήν παράδοσιν ἥν παρέλαβε παῥ ἡμῶν; cf. μηδέν ἐργαζόμενοι, ἀλλά περιεργαζόμενοι. (Often in Plato.)
Russian (Dvoretsky)
ἀτάκτως:
1) в беспорядке, беспорядочной толпой (προσπίπτειν τινί Thuc.);
2) беспорядочно, беспутно (ζῆν Isocr.; δι ημερεύειν Plut.).